- LETB
- Gitmek. * Devretmek. * Bir şeyden ayrılmayıp, ona bağlanmak
Yeni Lügat Türkçe Sözlük . 2009.
Yeni Lügat Türkçe Sözlük . 2009.
λάτρον — λάτρον, τὸ (Α) μισθός εργασίας, πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λάτρον εμφανίζει επίθημα τρον (πρβλ. σήμαν τρον). Η σύνδεση με γερμαν. βαλτοσλαβ. και ινδοϊρανικές λ. (πρβλ. γοτθ. le?) «γαιοκτησία», αρχ. σλαβ. lětb, ρωσ. letb «επιτρέπεται … Dictionary of Greek
UGM-133A Трайдент II (D5) — UGM 133A Trident II (D5) запуск ракеты Трайдент II (D5) … Википедия